Λίγα εικοσιτετράωρα αφότου αφέθηκε ελεύθερη η 27χρονη Γερμανίδα Φέι Μέγερ, κρατούμενη ως ύποπτη για συμμετοχή της σε τρομοκρατική οργάνωση, απαντά με οργισμένη επιστολή στα όσα της είχαν αποδοθεί.
Στην «φλεγόμενη» επιστολή που δημοσιεύει ιστότοπος φιλικός προς την άκρα αριστερά, η καθηγήτρια Γερμανικών, που της είχαν «χρεώσει» δυο γονείς-μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF, περιγράφει καρέ καρέ τη σύλληψή της και την προσαγωγή της στη ΓΑΔΑ.
Η επιστολή, μέρος της, έχει ως εξής:
«Και τώρα που τα φώτα της παράστασης έσβησαν και η αυλαία έχει πια πέσει, ήρθε η ώρα να μιλήσω εγώ. Με τον τρόπο που εγώ θέλω. Για το τι έγινε, τι παιχνίδια θεωρώ ότι παίχτηκαν στην πλάτη μου, αλλά και πέρα από εμένα, γι’ αυτά που θα πρέπει πια να αφορούν τον κάθε νοήμονα άνθρωπο στον ελλαδικό χώρο.
Όσον αφορά στην «υπόθεσή» μου: Είμαι πια αρκετά σίγουρη ότι από τη στιγμή που τα στοιχεία μου έγιναν γνωστά στα τσακάλια της αντιτρομοκρατικής, βεβαίως απόλυτα δικαιολογημένα -καταλαβαίνετε, ήπια ποτό με τους λάθος ανθρώπους- το έργο ήταν προδιαγεγραμμένο.
Πόσο μάλλον, όταν googlαραν το επίθετό μου (σαν να λέμε Παπαδόπουλος στην ελλάδα) και –φαντάζεστε τι χαρά- ανακάλυψαν το πλούσιο «οικογενειακό» μου ιστορικό. Δεν είχε σημασία το διαφορετικό όνομα του πατέρα μου -άλλωστε «αυτές πάνε όλες με όλους»-, ούτε η διαφορετική ημερομηνία γέννησης της μητέρας μου.
Από τη στιγμή που η πραγματικότητα δεν τους έκανε, έπρεπε να προσαρμοστεί. Έπρεπε να μπω στο καλούπι και τον ρόλο που μου είχαν ετοιμάσει. Παρασκευή 15.00 έγινε η απαγωγή μου, την ώρα που έβγαινα από το σπίτι να πάω στο φροντιστήριο όπου διδάσκω. Τουλάχιστον δέκα άτομα με κουκούλες, αφού μου φόρεσαν κι εμένα κουκούλα, με πήγαν στον 12ο όροφο της Γ.Α.Δ.Α. χωρίς να μου πουν ούτε μια λέξη.
Εκεί αφού με ανέκριναν έξι άτομα, μου έδειξαν μια φωτογραφία όπου βρισκόμουν εγώ και ο φίλος και σύντροφος Χρήστος Πολίτης. Με ρώτησαν αν τον γνωρίζω και μόλις τους απάντησα θετικά, ότι είναι ένας ακόμη που έχετε στείλει φυλακή άδικα, ο επικεφαλής διέταξε βαρύγδουπα «κανονικά, πάμε τις διαδικασίες». Με έγδυσαν, με κατέγραψαν, μου έκλεψαν το φανελάκι και τις κάλτσες μου, εννοείται ότι δεν μου είχαν πει καν γιατί κατηγορούμαι και εννοείται ότι καμία σημασία δεν έδιναν στο αίτημα μου για δικηγόρο.
Έχει σημασία η ώρα, γιατί ήδη στις 17.00, δύο μόλις ώρες αργότερα, είχε γίνει γνωστή η όλη ιστορία των υποτιθέμενων γονιών μου.
Έτσι, εξηγείται πολύ καλά, γιατί ενώ αντιστεκόμουνα στη φωτογράφηση, με τραβούσαν από τα κινητά τους τηλέφωνα, για να κλέψουν μια εικόνα. Διαφορετικά το καυτό τους θέμα δεν θα πουλούσε τόσο...
Χρόνια τώρα ξέρουμε πώς λειτουργούν αυτοί οι σαθροί ως το κόκκαλο μηχανισμοί, γνωρίζουμε ότι άλλοτε οι ρουφιανοδημοσιογράφοι (με λιγοστές αλλά σημαντικές εξαιρέσεις) είναι τα φερέφωνα της αστυνομίας, και άλλοτε οι εντολείς τους. Έτοιμοι να κομματιάσουν οποιαδήποτε ζωή πετάξουν στα αιχμηρά δόντια τους, έτοιμοι να κατασπαράξουν αλήθειες για να ξεράσουν ψέματα. Σιχαμένοι…
Αυτό που δεν είχα φανταστεί, τουλάχιστον προσωπικά, ως σήμερα είναι ο απροκάλυπτος τρόπος με τον οποίον αυτό συμβαίνει στο εδώ και το τώρα.
Όταν το φιάσκο είχε αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο, κι ενώ εγώ δεν γνώριζα τίποτα απ’ όλα τα αίσχη που είχαν δει το φως της δημοσιότητας, με κάλεσε στο γραφείο του ένας υπεύθυνος για τη «διεθνή τρομοκρατία».
Άρχισε να μου κάνει «φιλική κουβεντούλα» σε σχέση με το πότε ακριβώς σκοτώθηκε ο πατέρας μου σε συμπλοκή! Πραγματικά, πρέπει να μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, ιδιαίτερα όταν μειδιώντας πρόσθεσε ότι «καλά, εμένα πιο πολύ η μητέρα σου με το διεθνές ένταλμα σύλληψης με ενδιαφέρει»... Μόνο που δεν με κατηγόρησε, εν τέλει, ανοιχτά για υπόθαλψη εγκληματία, αφού δεν δήλωσα εξ αρχής τα πατρώνυμα των γονιών μου…
Βέβαια, έκανα αρκετά. Όπως είπε και η εισαγγελέας, «κατέσχεσαν πολλά, ασυνήθιστα πολλά» πράγματα από το σπίτι μου... βούρτσες, ρούχα, οδοντόβουρτσες, μαξιλαροθήκες και... έντυπα. Έντυπα που με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύουν ότι είμαι αναρχική, κάτι που δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να κρατήσω μυστικό, άρα -όπως εύγλωττα διατύπωσε αυτή η μορφωμένη κυρία- και τρομοκράτης, αφήνοντας ανοιχτό, μέχρι να γίνει το συμβούλιο, ακόμη και το ενδεχόμενο της στέρησης της ελευθερίας μου!»
Η επιστολή κλείνει με την προτροπή για αντίσταση και με μια παράφραση ενός ποιήματος: «Παραφράζοντας το γνωστό ποίημα: Όταν ήρθαν να πάρουν το γείτονά μου, δεν μίλησα, ήταν ξένος. Όταν αργότερα ήρθαν να πάρουν τον επόμενο, ήταν τσιγγάνος, πάλι δε μίλησα. Μετά πήραν και τον φτωχό, τον αλήτη, τον αναρχικό, τον αριστερό....Τελικά ήρθαν να πάρουν κι εμένα... ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΜΕΙΝΕΙ ΠΙΑ ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙ... «
Fee Marie Meyer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου